χαρτούρα

χαρτούρα
η, Ν
(με περιλπτ. σημ.)
1. πολλά χαρτιά μαζί («μάζεψε αυτή τη χαρτούρα από το γραφείο σου»)
2. τα χρήματα που δίνονται σε έναν τραγουδιστή για να εκτελέσει ένα τραγούδι κατά παραγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + κατάλ. -ούρα (πρβλ. σκοτ-ούρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”