- χαρτούρα
- η, Ν(με περιλπτ. σημ.)1. πολλά χαρτιά μαζί («μάζεψε αυτή τη χαρτούρα από το γραφείο σου»)2. τα χρήματα που δίνονται σε έναν τραγουδιστή για να εκτελέσει ένα τραγούδι κατά παραγγελία.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + κατάλ. -ούρα (πρβλ. σκοτ-ούρα)].
Dictionary of Greek. 2013.